ἐγκαρσίου

ἐγκαρσίου
ἐγκάρσιος
athwart
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • δενδροτρυπάνη — η δασικό όργανο (είδος κοίλου τρυπανιού) με το οποίο επιτυγχάνεται η απόσπαση μικρού κυλινδρικού εγκάρσιου τμήματος από τον κορμό τών δένδρων, στο οποίο είναι δυνατόν να μετρηθούν οι δακτύλιοι και να εξακριβωθεί η ηλικία τού δένδρου …   Dictionary of Greek

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • ημιμορφία — Το φαινόμενο σχηματισμού κρυσταλλικών μορφών που χαρακτηρίζονται από έλλειψη κέντρου συμμετρίας και πολική διαμόρφωση ενός κρυσταλλικού άξονα συμμετρίας. Οι ημιμορφικοί κρύσταλλοι δεν παρουσιάζουν παραλληλία όλων των εδρών τους ανά ζεύγη και… …   Dictionary of Greek

  • οισοφαγοπλαστική — η ιατρ. εγχείρηση που αποσκοπεί στην αντικατάσταση ενός τμήματος τού οισοφάγου, που έχει αφαιρεθεί, με δερματικό μόσχευμα ή με τμήμα τής νήστιδος ή με τμήμα τού εγκάρσιου κόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος + πλαστική] …   Dictionary of Greek

  • σεισμολογία — Κλάδος της γεωφυσικής, που εξετάζει τα σεισμικά φαινόμενα, δηλαδή τους σεισμούς και το σύνολο των εκδηλώσεων που συνδέονται με αυτούς. Κύριος σκοπός της σ. είναι η έρευνα του τρόπου διάδοσης, των σεισμικών κυμάτων που γεννιούνται στην εστία του… …   Dictionary of Greek

  • σπιγγέλειος — α, ο, Ν ανατ. 1. (για ανατομικά στοιχεία) αυτός που περιγράφηκε από τον φλαμανδό ανατόμο Αντριάαν βαν ντεν Σπίγγελ 2. φρ. α) «σπιγγέλειος λοβός τού ήπατος» μικρός ηπατικός λοβός πίσω από τις πύλες τού ήπατος, αλλ. κερκοφόρος λοβός β) «σπιγγέλεια… …   Dictionary of Greek

  • υποτείχισις — ειχίσεως, ἡ, Α [ὑποτειχίζω] το χτίσιμο εγκάρσιου τείχους …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”